Monday, June 11, 2007

στο μετρό χθές κάθησαν δίπλα μου 2 κυριούλες , μια γύρω στα 60 και μια λίγο νεώτερη , 40 ίσως , η τελευταία μιλούσε στην πρώτη πολύ απότομα και μου τράβηξε την προσοχή διαλύοντας όλες τις σκέψεις στις οποίες είχα βυθιστεί , στην αρχή έλεγε για κάποιους που θα κρυώσουν , η μεγαλύτερη κυριούλα διαφωνούσε , μουρμουρίζοντας δηλαδή δεν πολυαπαντούσε , μετά η κακιασμένη νεώτερη έλεγε για τα παιδιά που έπαιρναν το μετρό στο Μοναστηράκι(που ηταν και τελευταίο) "καλα αυτά πως θα γυρίσουν σπίτια τους;" , η άλλη κυριούλα πάλι δεν πολυαπαντούσε , μετακινούσε λίγο το βλέμμα μόνο και μετά το κάρφωνε πάλι στο παράθυρο...παρατήρησα πως κράταγε ένα μπουκάλι γυρισμένο στο πλάι που έσταζε πάνω στην τσάντα της και δεν το είχε πάρει χαμπάρι , πήγα να της μιλήσω αλλά το θεώρησα χαζό , έμεινα απλά να το παρατηρώ , έσταζε αργά πολύ αλλά μ'ένα ρυθμό σταθερά επιταχυνόμενο , μου έμοιαζε σαν ορός στο νοσοκομείο , κοίταξα το βλέμμα της που παρέμενε παγωμένο , καθρεφτίστηκα φευγαλέα στο παράθυρο του μετρό , σηκώθηκα , έφτασε στη στάση , πετάχτηκα έξω , μετά απο 2 λεπτά που περίμενα το λεωφορείο ένιωσα τη σιωπή να με πνίγει αλλά απλά κάρφωσα το βλέμμα μου στο δρόμο , δεν είναι τίποτα , θα περάσει μάλλον σκέφτηκα

4 comments:

ο δείμος του πολίτη said...

Κι όμως έκανες ό,τι κάνει ο καθένας: αδιαφόρησες. Δεν ξέρω τι θα έκανα εγώ, ίσως χειρότερα.

les_boi said...

δεν αδιαφόρησα μόνο για τη συγκεκριμένη περίπτωση,δεν είναι μόνο αυτή η κυρία ξέρεις , είναι πολλοι οι άνθρωποι που πνίγονται μεσα στη σιωπή τους , πολύ συχνά το νιώθω ο ίδιος γι'αυτο το γραψα...

SugarProof said...

Πριν μερικές βδομάδες, στο μετρό, μπλε γραμμή, μεταξύ Πλακεντίας και Συντάγματος. Ξεφυλλίζω ένα περιοδικό, περιμένω να περάσει η μεγάλη διαδρομή από Χαλάνδρι ως Εθνική Άμυνα. Απένατι ένα ζευγάρι. Τη ρωτάει. "Βγάλαμε εισιτήριο;". "Ναι". Εκείνος κοντά 70, άψογα περιποιημένος. Εκείνη συνομίληκη, λίγο αφημένη, με αυτό το πορτοκαλί μαλλί, το βαμμένο της ηλικίας. Γυρίζω στο περιοδικό. Δύο λεπτά μετά, η ίδια ερώτηση. "Βγάλαμε εισιτήριο;". Ίδια απάντηση. Περνά 1 λεπτό. Το ίδιο. Κλείνω το περιοδικό. Γυρίζω στην αντανάκλαση του τζαμιού. Η ερώτηση επαναλαμβάνεται. Εκείνος χαμένος, εκείνη υπομονετική. Ρωτά ξανά και ξανά, μέχρι που η επόμενη ερώτηση προηγείται της απάντησης. Μερικοί επιβάτες το παίρνουν είδηση. Κοιτάνε. Η θέση δίπλα αδειάζει. Κάθεται μία κυρία, οι τυπικές κυρίες, Αθηναίες, με το μαλλί κομμωτηρίου και τα άπειρα δαχτυλίδια. Ο κύριός της όρθιος δίπλα. Ακούει τον ηλικιωμένο, παρακολουθεί. Κατάματα. Απευθύνεται δυνατά και άμεσα. "Το έχει καιρό"; "Σε ποιό γιατρό πάει"; "Ντύνεται μόνος του"; "Τρώει μόνος του"; "Πλένεται μόνος του"; "Και μία γνωστή μίας φίλης το παθε". Η ηλικιωμένη σφίγγει το χέρι του συζύγου της. Απαντά με ηρεμία. Σηκώνονται. Κατεβαίνουν. "Είδες τον κύριο, Μανώλη"; (για την κατάλυση των σιωπών).

ολα θα πανε καλα... said...

Eγώ λέω πως καλά έκανες και δεν της επεσήμανες ότι το μπουκάλι με το νερό στάζει.Τέτοιες ώρες νομίζω πως θα ενοχλήσω τη σιωπή και τον άλλο που είναι βυθισμένος στις σκέψεις του.